ἄθυρμα

ἄθυρμα
ἄθυρ-μα, τό, ([etym.] ἀθύρω)
A plaything, toy, Il.15.363, h.Merc.40: in pl., beautiful objects, adornments, Od. 18.323, Sapph.Supp.20a.9; delight, joy, Ἀπολλώνιον ἄ., of a choral ode, Pi.P.5.23; ἀθύρματαΜουσᾶν, i.e. songs, B.Fr.33, cf. 8.87; ἀρηΐων ἀ. pastimes of Ares, i.e. battle, 17.57; ἁβρὸν ἄ., of a pet dog, IG14.1647, cf. 12(5).677.10 ([place name] Syros):— rare in Trag. and Com., E.Fr.272, Cratin.145, Com.Adesp.839, Alcid. ap. Arist. Rh.1406a9, b13; of a court-jester,

ἄ. τοῦ βασιλέως J.AJ12.4.9

, cf. Philostr. V S1.8.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἅθυρμα — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθυρμα — plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθυρμα — το (Α ἄθυρμα) νεοελλ. 1. παιδικό παιχνίδι 2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο αρχ. 1. τέρψη, χαρά 2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα κοσμήματα, στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] …   Dictionary of Greek

  • άθυρμα — το, ατος παιχνίδι (κυρίως σε μτφ. έννοια): Είχε πια γίνει άθυρμα της μοίρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄθυρμ' — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθυρμάτων — ἄθυρμα plaything neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρμασι — ἄθυρμα plaything neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρμασιν — ἄθυρμα plaything neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματα — ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματι — ἄθυρμα plaything neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθύρματος — ἄθυρμα plaything neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”